- πούρμπερη
- η, Νβλ. πούλβερη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούλβερη — και πύλβερη και μπούλμπερη και πούρμπερη η, Ν 1. η σκόνη 2. μτφ. η πυρίτιδα, το μπαρούτι 3. φρ. «έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός» λέγεται για κάποιον ή κάτι που εξαφανίστηκε, που χάθηκε ή που καταστράφηκε ακαριαία και ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek